μελαγκόρυφοι

μελαγκόρυφοι
μελαγκόρυφος
blackcap warbler
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μελαγκόρυφος — μελαγκόρυφος, ὁ (ΑM) 1. είδος πτηνού που έχει την κορυφή τού κεφαλιού μαύρη 2. (κατά τον Ησύχ.) «μελαγκόρυφοι, οἱ ἀποκεκρυμμένοι ἄμεινον δὲ νοεῑν οἱ ἄνθρωποι μελαγκορύφους, μοιχούς τοὺς γεννητικοὺς ἀνθρώπους». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κορυφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”